διαμελίζω — διαμελίζω, διαμέλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαμελίζω — διαμέλισα, διαμελίστηκα, διαμελισμένος, διαλύω κάτι στα μέλη του, το κάνω κομμάτια, τεμαχίζω: Το κράτος της Τσεχοσλοβακίας διαμελίστηκε σε δύο μικρότερα κράτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαμελίζοντα — διαμελίζω dismember pres part act neut nom/voc/acc pl διαμελίζω dismember pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμελίζουσι — διαμελίζω dismember pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαμελίζω dismember pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμελίσαι — διαμελίζω dismember aor inf act διαμελίσαῑ , διαμελίζω dismember aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμελίσατε — διαμελίζω dismember aor imperat act 2nd pl διαμελίζω dismember aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμελίσομεν — διαμελίζω dismember aor subj act 1st pl (epic) διαμελίζω dismember fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμελίσαντας — διαμελίζω dismember aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμελίσωσιν — διαμελίζω dismember aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμελίζω — (Μ καταμελίζω) κόβω σε πολλά και μικρά κομμάτια, διαμελίζω, κομματιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μελίζω «διαμελίζω»] … Dictionary of Greek